- πλατεῖαν
- πλατεῖαfem acc sgπλατύςwidefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατειᾶν — πλατεῑᾶν , πλατεῖα fem gen pl (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part act masc voc sg (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πλατειάζω slap with the flat hand fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμπρός — και παραμπρός επιρρ. λίγο πιο μπροστά («έπειτα προβαίνοντας παραμπρός εύρον μίαν ευρυχωροτάτην πλατείαν», Αραβ. Μύθ. Χαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εμπρός / μπρος] … Dictionary of Greek
πλατύπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ πεδος] … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek